- Αγκόλα
- Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική. Βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό για 1.650 χλμ., ανάμεσα στις εκβολές του Κουνένε στα Ν και στις εκβολές του Κονγκό στα Β, πέρα από τις οποίες περιλαμβάνει το έδαφος της Καμπίντα, ανάμεσα στη Δημοκρατία του Κονγκό και στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.Η χώρα διοικητικά διαιρείται στα εξής 18 διαμερίσματα: Ζάιρε, Καμπίντα, Κουάνζα Νόρτε, Κουάνζα Σουλ, Κουάντο Κουμπάνγκο, Κουνένε, Λουάντα, Λούντα Νόρτε, Λούντα Σουλ, Μαλάνχε, Μοξίκο, Μπένγκο, Μπενγκουέλα, Μπίε, Ναμίμπε, Ουίγκε, Χουάμπο και Χουίλα.Επίσημη γλώσσα είναι η πορτογαλική, αλλά πάνω από το 90% του πληθυσμού μιλάει τα διάφορα ιδιώματα της γλώσσας μπαντού, σπουδαιότερα από τα οποία είναι τα κιμπούντου, ουμπούντου και κικόνγκο. Παρά την ύπαρξη περισσότερων από 90 εθνοτικών ομάδων, οι εντάσεις μεταξύ τους είναι σπάνιες. Οι τέσσερις σημαντικότερες από αυτές είναι οι Μπούντου στην κεντρική και νότια Α., οι Μπακόνγκο (Κονγκό) στα ΒΔ, οι Κιμπούντου στον βορρά και στα κεντρικά και, τέλος, οι Τσόκουε-Λούντα στα ανατολικά. Πριν από την ανεξαρτησία, υπήρχε στη χώρα μια κοινότητα περίπου 400.000 Πορτογάλων, οι οποίοι επέστρεψαν κατά το 90% στη χώρα τους. Άλλοτε πορτογαλική υπερπόντια αποικία, η Α. απέκτησε την ανεξαρτησία της στις 11 Νοεμβρίου 1975, μετά από βίαιο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στα εθνικιστικά κόμματα. Το πολίτευμα της χώρας είναι πολυκομματική δημοκρατία, με ισχυρό προεδρικό σύστημα. Ο πρόεδρος είναι ταυτόχρονα αρχηγός του κράτους και επικεφαλής της κυβέρνησης. Το υπουργικό συμβούλιο διορίζεται από τον πρόεδρο. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί η εθνοσυνέλευση, αποτελούμενη από 220 έδρες. Τα μέλη της υπηρετούν τετράχρονη θητεία. Τα σημαντικότερα κόμματα είναι το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (PLD), το Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Α. (FNLA), η Εθνική Ένωση για την Πλήρη Ανεξαρτησία της Α. (UNITA), το Λαϊκό Κίνημα για την Απελευθέρωση της Α. (MPLA), που κυβερνά αδιάλειπτα από το 1975, και το Κόμμα Σοσιαλιστικής Ανανέωσης. Ο Ζοσέ Εντουάρντο ντος Σάντος, ηγέτης του MPLA, κατέχει το προεδρικό αξίωμα από τις 21 Σεπτεμβρίου 1979.Τη δικαστική εξουσία ασκεί το ανώτατο δικαστήριο, τα μέλη του οποίου διορίζονται από τον πρόεδρο της χώρας. Το νομικό σύστημα βασίζεται στο πορτογαλικό κοινό δίκαιο, σε συνδυασμό με το τοπικό εθιμικό δίκαιο.Η Α., πριν από την ανεξαρτησία της, διέθετε περίπου 2,2 εκατ. ρωμαιοκαθολικούς και αρκετά λιγότερους προτεστάντες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, περίπου το 53% του πληθυσμού ακολουθούσε τον χριστιανισμό. Οι υπόλοιποι πρεσβεύουν παραδοσιακές θρησκείες. Η σταδιακή υποχώρηση της επίσημης μαρξιστικής ιδεολογίας συνέβαλε στην αναθέρμανση των θρησκευτικών δοξασιών του πληθυσμού.Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική μεταξύ 7-15 ετών. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ανεπαρκές σε σχέση με τον αριθμό των κατοίκων. 0 αναλφαβητισμός υπολογιζόταν το 1990 στο 41,7%. Το σχολικό έτος 1998-99, 1.342.116 μαθητές ήταν εγγεγραμμένοι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, 329.544 στη δευτεροβάθμια και 8.337 στην τριτοβάθμια. Εκτός από το πανεπιστήμιο της Λουάντα, υπάρχουν περίπου 10.000 δημοτικά σχολεία, 500 σχολεία μέσης εκπαίδευσης, 100 τεχνικές σχολές και 6 εκκλησιαστικές σχολές. Από το 1991 επιτρέπεται η λειτουργία ιδιωτικών σχολών.Η συμφωνία ειρήνευσης του 1991 οδήγησε στη δημιουργία εθνικού στρατού, που αριθμούσε γύρω στους 50.000 άντρες. Ο στρατός, χάριν πολιτικών ισορροπιών, διέθετε ίσες αναλογίες κυβερνητικών στρατιωτών και μελών της αντιπολιτευόμενης UNITA. Η αποστράτευση των τελευταίων ξεκίνησε το 1992, αλλά προχωρούσε με αργό ρυθμό. Κατά το 2001, το στρατιωτικό προσωπικό ανερχόταν σε 120.000 άτομα στον στρατό ξηράς, 2.500 στο ναυτικό και 8.000 στην αεροπορία, όλοι πιστοί στην κυβέρνηση. Οι δυνάμεις της UNITA αριθμούσαν, την ίδια περίοδο, 62.000 ενόπλους. Οι δαπάνες για την άμυνα της Α., κάλυπταν το 1999 το 22% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος. Η Α. διαθέτει περιορισμένο αριθμό εκπαιδευμένου ιατρικού προσωπικού. Το 1990 αντιστοιχούσαν 23.728 άτομα σε κάθε γιατρό, αναλογία που μειώθηκε δραστικά σε 12.981 άτομα ανά γιατρό, επτά χρόνια αργότερα.Από γεωλογική άποψη, η δομή της Α. είναι στοιχειώδης. Η παράκτια λωρίδα αποτελείται από ιζήματα θαλάσσιας προέλευσης (ψαμμίτες, ασβεστόλιθοι, μάργες), που εναποτέθηκαν στην περίοδο από το κρητιδικό στο τριτογενές, όταν η θάλασσα είχε κατακλύσει τμήμα της ηπείρου δημιουργώντας δύο μεγάλους κόλπους σε αντιστοιχία, της Λουάντα και της Μοσάμεντες, οι οποίοι καλύπτουν την αρχαία προκάμβρια μάζα. Η τελευταία αυτή αναδύεται με όλη την επιβλητικότητά της ανατολικότερα, αποτελώντας τη βάση του υψιπέδου της Α., με τα γνευσικά και γρανιτικά της πετρώματα που έχουν υποστεί πτυχώσεις και τροποποιήσεις και στη συνέχεια ισοπεδώθηκαν από τη διάβρωση και τα οποία σήμερα είναι πάλι χαραγμένα και τροποποιημένα ιδιαίτερα από τα επιφανειακά νερά, τα οποία διαρρέουν όλο το υψίπεδο και διακλαδώνονται ριπιδοειδώς από την κορυφή του Μπίε. Καθώς προχωρούμε προς τα ανατολικά, η προκάμβρια μάζα εμφανίζεται καλυμμένη από βραχώδεις σχηματισμούς με επίπεδη δομή που ανάγονται στο λιθανθρακοφόρο και στο πέρμιο (πρόκειται για τη γνωστή σειρά του Καρού, διαδεδομένη σε όλη τη νότια Αφρική και αποτελούμενη από κροκαλοπαγή πετρώματα, κυρίως ηπειρωτικής προέλευσης), τους οποίους ακολούθησαν άλλοι, που αποτελούνται γενικά από ψαμμίτες και κροκαλοπαγή πετρώματα ολοένα και πιο πρόσφατης εποχής (με ευρεία επικράτηση του τριτογενούς), ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν, οι αδαμαντοφόροι λίθοι της περιφέρειας της Λουάντα. Από μορφολογική άποψη, τέλος, το έδαφος της Α. παρουσιάζει τις τυπικές μορφές του θερμού-υγρού τροπικού περιβάλλοντος.Το έδαφος της Α. αποτελείται βασικά από ένα εκτεταμένο υψίπεδο που αντιστοιχεί στο βορειοδυτικό τμήμα των μεγάλων υψιπέδων που σχηματίζουν τον σκελετό της νότιας Αφρικής. Τα βόρεια αντερείσματά του αντιπροσωπεύουν το νότιο κράσπεδο της λεκάνης του ποταμού Κονγκό, ενώ στα νότια το κράσπεδο αυτό κατεβαίνει βαθμιαία προς τα ηπειρωτικά βαθύπεδα της Καλαχάρι. Το μεγαλύτερο ύψος βρίσκεται σε αντιστοιχία του δυτικού κρασπέδου του υψιπέδου (Σέρα Μόκο, 2.620 μ.), ενώ στο εσωτερικό ο κρυσταλλικός όγκος του Μπίε αποτελεί έναν σπουδαίο υδρογραφικό κόμβο, από τον οποίο αρχίζουν οι λεκάνες του Κονγκό, του Ζαμβέζη και των ποταμών που κατευθύνονται προς τον Ατλαντικό. Η χώρα βρέχεται από τον ωκεανό με μια παράκτια πεδιάδα πλάτους γενικά από 50 έως 100 χλμ. Το σημαντικό μέσο υψόμετρο του εδάφους και η παρουσία του ψυχρού κλίματος της Μπενγκουέλα κατά μήκος των ατλαντικών ακτών αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες που μετριάζουν τα υποϊσημερινά χαρακτηριστικά του κλίματος· μόνο η παράκτια λωρίδα γύρω από τη Μοσάμεντες, προέκταση της γειτονικής ερήμου Ναμίμπ, είναι στην πράξη ακατοίκητη. 0 ιδιόρρυθμος χαρακτήρας τoυ κλίματος της Α. αποτελείται από τις δύο όψεις των εποχών: μια ξηρή και όχι πολύ θερμή (ιδιαίτερα στο υψίπεδο), που διαρκεί από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο, και μια θερμή και βροχερή, που διαρκεί από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο. Στο σύνολο, αν οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες είναι γενικά μεγαλύτερες των 20οC ακόμα και στις πιο ψηλές τοποθεσίες, στις τελευταίες αυτές, τους χειμερινούς μήνες, παρατηρούνται μάλλον χαμηλές θερμομετρικές τιμές· αποτέλεσμα είναι μια διεύρυνση της θερμικής διακύμανσης που δίνει στο κλίμα ενός μεγάλου μέρους του υψιπέδου έναν καθαρά ηπειρωτικό χαρακτήρα. Οι βροχοπτώσεις χαρακτηρίζονται από μια βαθμιαία αύξηση καθώς προχωρούμε από την ακτή προς το εσωτερικό, ώσπου φτάνουν να ξεπερνούν τα 1.500 χιλιοστά στα βόρεια του κεντρικού τμήματος του υψιπέδου και τα 750 χιλιοστά στα νότιά του.Η βλάστηση της Α. εξαρτάται ουσιαστικά από το υψόμετρο και το κλίμα. Το ισημερινό δάσος επικρατεί σε όλο το βόρειο τμήμα της χώρας και στο enclave (περιοχή μέσα σε αλλοεθνές έδαφος) της Καμπίντα, καθώς και σε όλη τη βόρεια παράκτια λωρίδα (που κρασπεδώνεται συχνά από μαγκρόβιους σχηματισμούς) και στις πιο υγρές ζώνες που διαρρέονται από τους κυριότερους ποταμούς (δάση που σχηματίζουν στοές). Εκεί βρίσκονται σε μεγάλη αφθονία όλα τα είδη της μεγάλης ισημερινής χλωρίδας, προπάντων μαόνια, φοίνικες, οι γιγαντιαίοι τακούλα και οι μουσουέμπα (ένα γένος αλβιζίας), που χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία, καθώς και ο χαρακτηριστικός τρυμοτόκοκκος ο αφρικανικός, που φυτρώνει αποκλειστικά στη δυτική Αφρική. Αειθαλή πλατύφυλλα βρίσκονται παντού έως το ύψος των 350 μ., όπου εμφανίζεται το ορεινό τροπικό δάσος, πλούσιο και σε μεγάλα αειθαλή δέντρα (φοίνικες ντουμ, μπανανιές κλπ.). Πάνω από τα 1.000 μ. επικρατεί η σαβάνα, με ευφορβίες και ακακίες, λίγο ή πολύ πυκνοφυτεμένη (δάσος-δρυμός ή αραιό δάσος) ανάλογα με τις συνθήκες υγρασίας. Η νότια παράκτια λωρίδα καλύπτεται από μια στέπα με ευφορβίες. Η Α. διαθέτει εδάφη προνομιούχα σε ό,τι αφορά την πανίδα, μιας και φιλοξενεί ταυτόχρονα όλα τα είδη του ισημερινού αλλά και του τροπικού περιβάλλοντος, τα οποία προφυλάσσονται σε κατάλληλους και μεγάλους εθνικούς δρυμούς. Εδώ βρίσκονται, ανάμεσα στα μεγάλα θηλαστικά, ο ελέφαντας, ο ιπποπόταμος, η καμηλοπάρδαλη, η ζέβρα, ο ρινόκερος, το λιοντάρι, ο βούβαλος, η λεοπάρδαλη, η ύαινα και η αντιλόπη (με εξαιρετικά σπάνια γένη που τείνουν να εξαφανιστούν).Το υδρογραφικό δίκτυο της Α. παρουσιάζει μια δομή συνδεδεμένη προπάντων με τη σειρά κορυφών του υψιπέδου, που από τη Σέρα ντα Νέβε (στα νότια της Μπενγκουέλα) έως το Μπίε διαιρούν τη χώρα σε δύο σχεδόν όμοια τμήματα: το βόρειο από αυτά αποστραγγίζει τα νερά του στη λεκάνη του ποταμού Κονγκό, ενώ το νότιο στέλνει τα νερά του τόσο στη λεκάνη του Ζαμβέζη όσο και στην ενδορροϊκή ζώνη του Οκαβάνγκο. Όλο το δυτικό τμήμα του εδάφους, μαζί με μερικά τμήματα του υψιπέδου, στέλνουν τα νερά τους αντίθετα στον Ατλαντικό ωκεανό. Από τους ποταμούς που εκβάλλουν στον Ατλαντικό, εκτός από τον Κονγκό, οι σπουδαιότεροι είναι ο Κουάνζα και ο Κουνένε. Ο Κουάνζα, με μήκος 960 χλμ. και λεκάνη περίπου 149.000 τ. χλμ., πηγάζει από τον ορεινό όγκο του Μπίε και δέχεται τα νερά όλης της κεντρικής Α.· είναι πλωτός επί 250 χλμ., από τις εκβολές έως τη Μαλάντζε. 0 πιο μακρύς ποταμός της Α. είναι όμως ο Κουμπάνγκο (975 χλμ.), ακόμα στα ΝΑ, ο οποίος δεν έχει διέξοδο στη θάλασσα, αλλά χάνεται στους βάλτους της κόγχης του Οκαβάνγκο.Παρά το συμπαγές του εδάφους της Α., είναι δυνατόν, χάρη στην επίδραση διαφόρων παραγόντων, προπάντων μορφολογικών και κλιματικών, να ξεχωρίσουμε μερικές περιοχές με δική τους φυσιογνωμία έστω και σε ό,τι αφορά τις όψεις του φυσικού τοπίου, που μολονότι τροποποιήθηκε από την εγκατάσταση των Ευρωπαίων, δεν υπέστη υπερβολικές μετατροπές, εκτός από μερικές ζώνες που γνώρισαν έντονη αποικιοποίηση. Ένα περιβάλλον που παρουσιάζει ιδιαίτερες πλευρές είναι εκείνο της παράκτιας λωρίδας: χαμηλά ανάγλυφα υψώνονται εδώ και εκεί, και οι ακτές, ψηλές και βραχώδεις προς τις εκβολές του ποταμού Κονγκό, χαμηλώνουν νοτιότερα και παρουσιάζουν ευρείς μυχούς, κρασπεδωμένους με συχνούς αμμώδεις πάγκους. Στους κόλπους έχουν δημιουργηθεί μερικά από τα πιο πολυσύχναστα λιμάνια της νότιας Αφρικής (η Λουάντα είναι ένα τυπικό παράδειγμα). Το ΒΑ τμήμα της Α., που περιλαμβάνεται στη λεκάνη του Κονγκό, διασχίζεται από μια σειρά παράλληλες κοιλάδες και καταλαμβάνεται ευρύτατα από το ισημερινό δάσος, που έχει περιορίσει την εγκατάσταση πληθυσμών. Γενικά, η μορφολογία είναι ομαλή, εκτός από τα τμήματα που αντιστοιχούν στους ποταμούς. Στο ακραίο ΒΑ τμήμα, στο τοπίο δεσπόζει η σαβάνα υγρού τύπου, με υψηλές πόες και με μια άφθονη δενδρώδη βλάστηση (μπαομπάμπ, ακακίες)· το δάσος αναπτύσσεται εδώ μόνο κατά μήκος των ποταμών και υπόκειται σε μερική εκμετάλλευση. Μια πιο έντονη εκμετάλλευση γίνεται αντίθετα στα δάση που φυτρώνουν στις πλαγιές των αναγλύφων, τα οποία περιβάλλουν στα δυτικά το καθαυτό υψίπεδο· τα πυκνά τροπικά δάση των σέρας που χαρίζουν ικανοποιητική ποσότητα καουτσούκ και πολύτιμης ξυλείας. Και παρότι σε μερικές περιπτώσεις ο άνθρωπος προσπάθησε να δαμάσει τα νερά των ποταμών σε όλη την παρυφή του υψιπέδου, η περιοχή διατηρεί την αρχική της τραχύτητα (όπως στο υποβλητικό σκηνικό των Πέδρας Νέγκρας, στα δυτικά της Μαλάντζε, βραχωδών μαζών που χαράσσονται από μικρές και μεγάλες χαράδρες), η οποία γίνεται κατά ένα μέρος πιο ομαλή από την τυπική διάβρωση του θερμού και υγρού περιβάλλοντος, που τείνει να στρογγυλέψει και να αμβλύνει τις τραχύτητες των αναγλύφων, ιδιαίτερα αν αυτά αποτελούνται από πετρώματα γρανιτικού τύπου. Το τοπίο των σέρας χαρακτηρίζεται ακόμα από την παρουσία μερικών ηφαιστείων, στο νότιο τμήμα, ανάμεσα στη Σέρα ντα Σέλα και στον Κουνένε. Στο υπόλοιπο, το υψίπεδο κατεβαίνει απαλά προς τη λεκάνη του Ζαμβέζη με ευρείες και εύφορες κοιλάδες, η αξιοποίηση των οποίων οφείλεται στους Πορτογάλους αποίκους (με φυτείες καλαμποκιού, καφέ και ελαιούχων καρπών), ιδιαίτερα κατά μήκος των δύο σιδηροδρομικών γραμμών που διασχίζουν τη χώρα. Τέλος, το νοτιοανατολικό τμήμα, που μπορεί να θεωρηθεί ως παρυφή της μεγάλης άγονης περιοχής της Καλαχάρι, αποτελεί το βασίλειο της στέπας. Στο εκτεταμένο αυτό οροπέδιο, που κλίνει ελαφρά προς τα νοτιοανατολικά, κατά τη διάρκεια των βροχών σχηματίζονται πολυάριθμα και συχνά ορμητικά υδάτινα ρεύματα, με προσωρινό χαρακτήρα, που επιτρέπουν την ανάπτυξη μιας πυκνής αλλά εφήμερης θαμνώδους βλάστησης.Τα εσωτερικά υψίπεδα και οι παράλιες περιοχές της Α. ανήκουν, από πληθυσμιακή άποψη, σε εκείνη την κεντρική-νότια λωρίδα της Αφρικής που συνήθως αποδίδεται στους κεντρικούς Μπαντού. Μια από τις κύριες εθνολογικές ομάδες είναι οι Μπούντου (όπου περιλαμβάνονται και οι συγγενείς φυλές των Μπαντέμπο, των Μπάκα, των Μπομπόντο, των Μασόνγκο, και των Αγκόλα), που ζουν στο κεντρικό τμήμα της χώρας και στο μήκος της ακτής ανάμεσα στη Λουάντα και στην Μπενγκουέλα. Μια άλλη πολυάριθμη εθνολογική ομάδα είναι των Οβιμπουντού, που κατοικούν κυρίως στα υψίπεδα της Μπενγκουέλα. Νοτιότερα έχουν εγκατασταθεί πολυάριθμες φυλές γνωστές με το γενικό όνομα Οβάμπο. Στις βόρειες ζώνες κατοικούν φυλές Μπαντού, συγγενείς με αυτές του κάτω Κονγκό. Πρόκειται κυρίως για τις δύο μεγάλες ομάδες των Μπακόνγκο και των Μπατσόκουε, από τους οποίους οι τελευταίοι αποτελούν το πιο επιχειρηματικό και δραστήριο εθνολογικό στοιχείο και ταυτόχρονα εκείνο που εγκαταστάθηκε πιο πρόσφατα. Οι ομάδες αυτές προέρχονται από το άνω Κασάι και επιδίδονται με επιτυχία στην επεξεργασία του ξύλου, στην υφαντουργία και στη μεταλλουργία. Άλλες εθνολογικές ομάδες Μπαντού με κάποια σπουδαιότητα είναι οι Κισάμα, οι Λιμπόλο και οι Χακού, που ζουν στις νότιες όχθες του Κουάνζα, οι Μπαλούντα, που έχουν εγκατασταθεί στον άνω Ζαμβέζη και οι Μαμπούντα, που ζουν στη ζώνη ανάμεσα στον Κουμπάνγκο και στον Κουάντο.Σύμφωνα με την απογραφή του 2002, ο πληθυσμός της Α. ανέρχεται σε 10.593.171 κατ. 0 πληθυσμός σήμερα αυξάνει με ετήσιο ρυθμό 2,18%. Όμως, μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες η χώρα μαστιζόταν από τις τρομερές επιδρομές των Πορτογάλων που έκαναν δουλεμπόριο για τις φυτείες της Βραζιλίας. Υπολογίζεται ότι τον 16o αι. το σημερινό έδαφος της Α. είχε 10-12 εκατ. κατοίκους. Το 1922 η χώρα μόλις που ξεπερνούσε τα 3 εκατ. κατ. και το 1939 τα 3,5 εκατ. Η χώρα είναι πολύ αραιοκατοικημένη και η μέση πυκνότητα δεν ξεπερνά τους 8,5 κατ. ανά τ. χλμ., στο περισσότερο όμως από το μισό του συνολικού εδάφους σημειώνονται τιμές πολύ κατώτερες από αυτό τον μέσο όρο. 0 πληθυσμός της Α. κατοικεί κυρίως κατά μήκος δύο πολύ συγκεκριμένων μακρόστενων περιοχών: στην ακτή και στη σιδηροδρομική γραμμή προς τη Σάμπα. Η μεγαλύτερη πυκνότητα παρατηρείται στο Χουάμπο (αν εξαιρέσουμε τη Λουάντα) με τις βαμβακοφυτείες και τις καπνοφυτείες του. Στις ενδότερες περιοχές σημειώνονται τιμές που πλησιάζουν τη μονάδα, παρά την ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας. Στην ακτή, το διαμέρισμα της Μπενγκουέλα φτάνει τους 20 κάτ. ανά τ. χλμ. Εξαιρετικά χαμηλές είναι εξάλλου οι τιμές στη νότια παράλια περιοχή, ενώ στον βορρά, στη ζώνη της Λουάντα και σε εκείνη του κάτω Κουάνζα, όπου εκτός από τη βαμβακοκαλλιέργεια και την καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου έχει δοθεί ιδιαίτερη ώθηση στην καλλιέργεια του καφέ και του σιζάλ, φτάνουν τους 15-25 κατ. ανά τ. χλμ. Το προσδόκιμο της ζωής στη χώρα είναι από τα χαμηλότερα στον κόσμο: 37,6 χρόνια για τους άντρες και 40,2 για τις γυναίκες.Με εξαίρεση την πρωτεύουσα Λουάντα, η Α. δεν γνώρισε ένα ουσιαστικό αστικό φαινόμενο. Από την άλλη πλευρά, ο πορτογαλικός αποικισμός, από αυτή την άποψη, είναι τυπικός: ίδρυση βάσεων στο μήκος της ακτής για την εξυπηρέτηση των αναγκών της μητρόπολης. Έλειψαν έτσι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της μεγάλης αποικιακής πόλης. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί το ανθυγιεινό κλίμα της ακτής, που θα προσφερόταν όμως για άριστες λιμενικές εγκαταστάσεις, αφού τα βάθη της προστατεύονται με θαυμαστό τρόπο από τα παραθαλάσσια φράγματα που δημιουργεί ο Μπενγκουέλα. Σημαντικό ρόλο στην αστική ανάπτυξη είχε ωστόσο η σιδηροδρομική γραμμή της Σάμπα. 0 αστικός πληθυσμός της Α. αντιπροσωπεύει σήμερα γύρω στο 28,3% του συνολικού πληθυσμού της. Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας είναι η πρωτεύουσα Λουάντα (Luanda, 2.190.000 κάτ., βλ. λ.) η Λομπίτο (Lobito, 135.000 κάτ.) στη ακτή του Ατλαντικού, που είναι και το μεγαλύτερο λιμάνι τη χώρας, η Χουάμπο (Huambo, 168.000 κάτ.), το λιμάνι της Μπενγκουέλα (Benguela, 131.000 κάτ.) και το Λουμπάνγκο (Lubango, 75.000 κάτ.).Με την ανεξαρτησία και τη μετέπειτα ένοπλη σύγκρουση που τερματίστηκε με την τελική επικράτηση του Λαϊκού Κινήματος για την Απελευθέρωση της Α., η χώρα είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Από τη μια πλευρά, ο ορυκτός πλούτος και οι τεράστιες δυνατότητες της γεωργίας δημιουργούσαν πολλές θετικές προϋποθέσεις, ενώ από την άλλη, οι καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος με τη διακοπή πολλών οδών επικοινωνίας, η εκμηδένιση μεγάλου μέρους της ζωοτεχνικής κληρονομιάς και η εγκατάλειψη των φυτειών, έκαναν οξύτερο το οικονομικό πρόβλημα του τόπου. Η ίδια η αναχώρηση περίπου 300.000 Πορτογάλων επέτρεψε βέβαια την ανόρθωση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας χωρίς πολλές εσωτερικές αντιθέσεις, ζημίωσε όμως σοβαρά τη χώρα, που έμεινε χωρίς εξειδικευμένα στελέχη. Η πρώτη κυβέρνηση, από την πλευρά της, πήρε χωρίς καθυστέρηση την ιδιοκτησία των γαιών και τις διαμοίρασε πάλι στις κρατικές αγροικίες και στους συνεταιρισμούς· όλες οι βιομηχανίες εθνικοποιήθηκαν. 0 εμφύλιος πόλεμος προκάλεσε πολλά προβλήματα στη χώρα και επέδρασε σημαντικά στην πορεία της οικονομίας. Η Α. διαθέτει πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και άλλα ορυκτά (διαμάντια, σίδηρο, μόλυβδο, χρυσό κ.ά.) και μια υποδομή που μπορεί να βοηθήσει στη μετέπειτα ανάπτυξή της. Το 2000 το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) έφτασε τα 13.300 εκατ. δολάρια ΗΠΑ και το κατά κεφαλήν εισόδημα τα 1.330 δολ. Η πολιτική ανοιχτής αγοράς που ακολουθήθηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1980 και τα μέτρα που υιοθετήθηκαν στις αρχές της επόμενης δεκαετίας (μεταξύ τους και η υποτίμηση του νομίσματος) βοήθησαν, αλλά το κυρίαρχο στοιχείο εξακολούθησε να είναι η πολιτική αστάθεια. Η αγροτική οικονομία απασχολεί το 69% του ενεργού πληθυσμού, ενώ η βιομηχανία και ο τομέας του ορυκτού πλούτου το 10%. Η ενέργεια προέρχεται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς. 0 πληθωρισμός αγγίζει το 325% και η ανεργία ξεπερνά το 50% (2000).Η καλλιέργεια φυτειών που αναπτύχθηκε από τους Πορτογάλους στις παραποτάμιες περιοχές, στις ζώνες που διασχίζονται από τις σιδηροδρομικές γραμμές προς το εσωτερικό, είναι σε πλήρη αναδιάρθρωση. Καλλιεργούνται κυρίως βαμβάκι και καφές, καθώς επίσης και δημητριακά, καπνός και φρούτα. Οι γεωργικές δυνατότητες της Α., χάρη στα νερά που διαθέτει, είναι οπωσδήποτε τεράστιες, αφού μάλιστα οι αρόσιμες εκτάσεις δεν ξεπερνούν το 3% της εδαφικής επιφάνειας. Η σπουδαιότερη καλλιέργεια είναι του καφέ που συμβάλλει πολύ στις εξαγωγές (στη δεύτερη θέση μετά το πετρέλαιο). Η παραγωγή μειώθηκε με τον πόλεμο (από 220.000 τόνους το 1976 σε 5.000 το 1993 και 4.260 το 2001), όμως η Α. θα μπορούσε πολύ γρήγορα να επανακτήσει τη θέση της ανάμεσα στους κυριότερους παραγωγούς του κόσμου. Σημαντική είναι η βαμβακοκαλλιέργεια, ενώ το ζαχαροκάλαμο καλλιεργείται περισσότερο στις ποτιστικές περιοχές των ακτών και κατά μήκος των ποταμών. Η καλλιέργεια του σιζάλ, που είναι διαδεδομένη ιδιαίτερα κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής της Μπενγκουέλα, παρουσιάζεται μειωμένη. Το καλαμπόκι είναι το κύριο είδος διατροφής, αλλά και σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν. Οι μεγαλύτερες ποσότητες προέρχονται από το κεντρικό υψίπεδο, γύρω από τη σιδηροδρομική γραμμή της Μπενγκουέλα. Ο καπνός προέρχεται από μικρές φυτείες, πάντοτε γύρω από τις σιδηροδρομικές γραμμές, που καθορίζουν όλη την κατανομή των περιοχών παραγωγής, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι λιγότερο σημαντικές (φοινικέλαιο, αραχίδες, σουσάμι, κακάο, τροπικά φρούτα). Η δασική δραστηριότητα διεξάγεται σχεδόν αποκλειστικά στις εδαφικές εκτάσεις της Καμπίντα, απ’ όπου προέρχονται τα σκληρά και πιο πολύτιμα ξύλα.Η κτηνοτροφία είναι μέτρια, αλλά δεν εκμεταλλεύεται εντελώς τις δυνατότητες του εδάφους και επιδέχεται θετικές εξελίξεις. Ανασταλτικό παράγοντα για την περαιτέρω ανάπτυξή της αποτελεί και η παρουσία της μύγας τσε-τσε. Περισσότερο σημαντική είναι αντίθετα η αλιεία, μιας και τα παράλια είναι πλούσια σε ψάρια, κυρίως κολιούς και σαρδέλες (72.189 τόνοι το 1997).Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το απώτερο παρελθόν της Α. Περίπου τον 7ο αι. π.Χ., πιστεύεται πως οι κυνηγοί της λίθινης εποχής αντικαταστάθηκαν από τις φυλές των Μπαντού, που χρησιμοποιούσαν το μέταλλο. Η περιοχή αποτελούσε πέρασμα για τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, γεγονός που βοήθησε τη μεταξύ τους ανάμειξη και τη συγχώνευση πολιτισμών, όπως αυτή των Λούντα με τους Τσόκουε, σε βαθμό που να θεωρούνται πλέον ως μία φυλή. Η αποικιοκρατική περίοδος. Η Α. ανακαλύφθηκε το 1483 από τον Πορτογάλο θαλασσοπόρο Ντιόγκο Κάο, στη διάρκεια του δεύτερου εξερευνητικού του ταξιδιού στις εκβολές του ποταμού Κονγκό. Το 1574 οι Πορτογάλοι ήρθαν να εγκατασταθούν στα παράλια της Α., ενθαρρυμένοι από τις καλές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στην Πορτογαλία και στον βασιλιά του Κονγκό, και το 1575 ο Πάουλο Ντιάζ ντε Νοβάες κατέλαβε στρατιωτικά το έδαφος, ιδρύοντας την πόλη Σάο Πάουλο ντε Λοάντα (τη σημερινή Λουάντα). Οι σχέσεις ανάμεσα στους Πορτογάλους και στις ιθαγενείς φυλές πέρασαν από διάφορες διακυμάνσεις, αλλά η σωφροσύνη του Ντιάζ κατόρθωσε να επιβληθεί. Όταν πέθανε, το 1588, η πορτογαλική κυριαρχία είχε σταθεροποιηθεί και στις δύο όχθες του Κουάνζα. Άρχισαν τότε οι πρώτες προσπάθειες αποίκισης, με την αποστολή πολλών Φλαμανδών στην περιοχή, αλλά με ελάχιστα ουσιαστικά αποτελέσματα. Στη διάρκεια του πολέμου ανάμεσα στην Ισπανία και την Ολλανδία, το 1602, η Α. δέχτηκε επιθέσεις από τους Ολλανδούς. Όταν εξέλειψε η ολλανδική απειλή, η χώρα δέχτηκε την επίθεση του ιθαγενούς αρχηγού Καφούς, ο οποίος νικήθηκε από τον κυβερνήτη Μανουέλ Σερβέιρα Περέιρα, στον οποίο οφείλονται επίσης και η κατάληψη των εύφορων περιοχών της Μπενγκουέλα καθώς και η εξάπλωση της αποίκισης στο εσωτερικό της Α. Στη διάρκεια ολόκληρου του 17ου αι. οι Πορτογάλοι συνέχισαν την εξερεύνηση και την αποίκιση της χώρας, που ενώθηκε εμπορικά με τη Μοζαμβίκη με έναν δρόμο. Παράλληλα, διαδόθηκε και το Ευαγγέλιο στην Α., καθώς πολλοί ιεραπόστολοι ταξίδεψαν στη χώρα, απεσταλμένοι του βασιλιά της Πορτογαλίας. Στα μέσα του 17oυ αι., μετά την ανεξαρτητοποίησή της από την Ισπανία, η Πορτογαλία υπέγραψε ένα σύμφωνο φιλίας με την Ολλανδία, ανακτώντας έτσι την πλήρη κυριαρχία σε όλες τις κτήσεις της και απωθώντας προς το εσωτερικό τις ιθαγενείς φυλές, που με την καθοδήγηση της βασίλισσας της Α. Τζίνγκα Μπάντι και την υποστήριξη των Ολλανδών είχαν καταλάβει τη Λουάντα (1645-48). Το 1665, η Α. δέχτηκε πάλι την εισβολή του βασιλιά του Κονγκό, Δον Αντόνιο, που τον επόμενο χρόνο νικήθηκε στη μάχη της Αμπουίλα από τον Λούις Λοπέζ ντε Σεκουέιρα. Μόνο μετά από έναν αιώνα η Α. γνώρισε επιτέλους μια μακρά περίοδο ειρήνης, όταν το 1764 ο κυβερνήτης Σούσα Κουτίνιο, αφού τερματίστηκαν οι συνεχείς ανταρτοπόλεμοι, εισήγαγε μια σειρά συνετών διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Το 1785, ο διάδοχός του, βαρόνος της Moσάμεντες, ίδρυσε την ομώνυμη πόλη στη νότια ακτή της Μπενγκουέλα. Η εποίκιση της Α. άρχισε στα μέσα του 19oυ αι., με τη συρροή ισχυρών μεταναστευτικών ρευμάτων από τη Βραζιλία και τη Μαδέρα. Σε αυτά προστέθηκαν αργότερα πολυάριθμοι πυρήνες των Μπόερς. Ένα σημαντικό σιδηροδρομικό δίκτυο, που ξεκινούσε από τη Λουάντα, την Μπενγκουέλα και τη Μοσάμεντες και έφτανε στα υψίπεδα του εσωτερικού, ευνόησε την εγκατάσταση των αποίκων. Τα σύνορα της Α. καθορίστηκαν από τις συνθήκες με τη Γερμανία (1886), τη Γαλλία (1886), την Αγγλία (1891) και το πρώην Βελγικό Κονγκό (1891). Εξάλλου, η οροθέτηση των συνόρων ανάμεσα στην Α. και στη Βόρεια Ροδεσία επιλύθηκε με μια διαιτητική απόφαση του βασιλιά της Ιταλίας (1905). Υποδουλωμένη στο πορτογαλικό αποικιακό καθεστώς για τέσσερις αιώνες, η Α. ανακηρύχθηκε το 1935 αναπόσπαστο τμήμα της Πορτογαλίας και το 1951 έγινε πορτογαλική υπερπόντια επαρχία, με γενικό κυβερνήτη. Από την απελευθέρωση έως σήμερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε σταθερά η αντίθεση ανάμεσα στην αποικιακή κυβέρνηση και στους εθνικιστές, πολλοί από τους οποίους συνελήφθησαν την περίοδο 1956-59. Οι αρχές κατέστειλαν με αιματηρές επεμβάσεις τις απόπειρες για εξέγερση του MPLA (Λαϊκό Κίνημα για την Απελευθέρωση της Α.), με αρχηγό τον Αγκοστίνιο Νέτο, και της UPA (Ένωση των Λαών της Α.) που επέλεξαν τον ανταρτοπόλεμο. Στη συνέχεια, διαφάνηκαν και άλλες οργανώσεις, όπως το FNLA (Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Α.) με επικεφαλής τον Κόλντεν Ρομπέρτο, και η UNITA (Εθνική Ένωση για την Πλήρη Ανεξαρτησία της Α.) του Τζόνας Σαβίμπι, που δεν μπόρεσαν ωστόσο να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους, με συνέπεια να δημιουργηθούν εσωτερικές ρήξεις και εχθρότητες, στις οποίες αναμφισβήτητα σημαντικό ρόλο έπαιξε ο παλιός ανταγωνισμός. Όταν στις 11 Νοεμβρίου του 1975 οι Πορτογάλοι παραιτήθηκαν επίσημα από την κυριαρχία, δεν υπήρχε καμιά αρχή για να παραλάβει την εξουσία. Έγιναν σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στο MPLA, που την ίδια την ημέρα της ανεξαρτησίας ανακήρυξε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Α., και τις άλλες εθνικιστικές κινήσεις. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1975 το MPLA, ισχυρά εξοπλισμένο από τους Σοβιετικούς και ενισχυμένο από κουβανέζικα στρατεύματα, κατόρθωσε να αποκτήσει τον έλεγχο της χώρας, να επιβληθεί ως μοναδικό νόμιμο κόμμα και να αναγνωριστεί ο Νέτο ως μοναδικός πρόεδρος της Α. 0 Νέτο πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1979 και ο Ζοσέ Εντουάρντο ντος Σάντος, έως τότε υπουργός Προγραμματισμού, εξελέγη ηγέτης του κόμματος και πρόεδρος της χώρας από την κεντρική επιτροπή του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Α. – Κόμματος Εργασίας. 0 ντος Σάντος συνέχισε την πολιτική του Νέτο, ενισχύοντας τους δεσμούς με την τότε Σοβιετική Ένωση και προσπαθώντας να εξαλείψει τη διαφθορά και την αναποτελεσματικότητα. Όμως, η κυβέρνησή του αντιμετώπισε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα. Μολονότι το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα διαλύθηκε, η οργάνωση UNITA συνέχισε την ανταρτική της δραστηριότητα κυρίως στη νότια και κεντρική Α., σε ολόκληρη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80. Επιπλέον, δυνάμεις από τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, οι οποίες υποστήριζαν στρατιωτικά την UNITA πραγματοποιούσαν ένοπλες επιδρομές στην Α., από το έδαφος της Ναμίμπια, με αφορμή την καταδίωξη των ανταρτών της οργάνωσης ΣΟΥΑΠΟ την οποία υποστήριζε η κυβέρνηση της Α. Μολονότι οι κυβερνητικές επιχειρήσεις εναντίον της UNITA σημείωναν επιτυχίες μέχρι το 1985, η θέση των αντικαθεστωτικών ανταρτών ενισχύθηκε τον Απρίλιο του 1986, όταν άρχισε να καταφτάνει αμερικανική στρατιωτική βοήθεια, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 1990. Το 1988, ο ηγέτης της UNITA, Τζόνας Σαβίμπι, περιόδευσε στις ΗΠΑ και σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ζητώντας υποστήριξη και συμμετοχή της οργάνωσής του στις διαπραγματεύσεις ειρήνης με την κυβέρνηση της Α. Ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και ανταρτών, η θέση της UNITA εξασθένισε, όταν η Α. και η Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία υπέγραψαν συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και τα νοτιοαφρικανικά στρατεύματα άρχισαν να αποχωρούν από την Α. Μετά τις συμφωνίες της Νέας Υόρκης για την Α. και τη Ναμίμπια, τον Δεκέμβριο του 1988, στις οποίες η Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία δεσμεύτηκε να διακόψει τη βοήθεια προς την UNITA, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να συνεχίσει τη βοήθεια προς τους αντάρτες. Στη διάρκεια του 1988 σημειώθηκαν πολλές πρωτοβουλίες από αφρικανικές χώρες για να βρεθεί μια λύση στις συγκρούσεις στην Α. Το 1990, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τους αντάρτες της UNITA εντάθηκαν. Στην αρχή, οι κυβερνητικές δυνάμεις σημείωναν επιτυχίες, αλλά αργότερα οι αντάρτες κατέλαβαν την περιοχή Μαβίνγκα στη νότια Α. Παράλληλα, η κεντρική επιτροπή του κυβερνώντος κόμματος αποφάσισε, στα μέσα του 1990, να εγκαθιδρύσει πολυκομματικό σύστημα στη χώρα, εγκαταλείποντας την επίσημη ιδεολογία, εισάγοντας την οικονομία της αγοράς και αναθεωρώντας το σύνταγμα. Τον Μάιο του 1991, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση και η UNITA κατέληξαν σε συμφωνία ειρήνης στο Εστορίλ της Πορτογαλίας, με βάση την οποία, την κατάπαυση πυρός θα επέβλεπε μεικτή επιτροπή από τα αντίπαλα μέρη, τον OHE, την Πορτογαλία, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, όλες οι κουβανέζικες δυνάμεις αποσύρθηκαν από την Α. και η εθνοσυνέλευση ενέκρινε αμνηστία για όλα τα εγκλήματα που είχαν γίνει έως τον Μάιο του 1991. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Σαβίμπι επέστρεψε στη Λουάντα. Ωστόσο, η κατάσταση δεν εξελίχθηκε όπως προέβλεπαν οι συμφωνίες· ελάχιστες δυνάμεις συγκεντρώνονταν στα σημεία παράδοσης του οπλισμού, δυνάμεις της UNITA ανακατέλαβαν ορισμένα εδάφη και άνδρες και από τις δύο πλευρές εγκατέλειπαν τα σημεία ελέγχου και επιδίδονταν σε εγκληματικές δραστηριότητες. Στις αρχές του 1992 εμφανίστηκαν ορισμένα ρήγματα στους κόλπους της UNITA με την παραίτηση δύο κορυφαίων στελεχών της, που κατηγόρησαν τον Σαβίμπι ως δικτάτορα, ο οποίος είχε εξοντώσει ανώτατα στελέχη της οργάνωσής του. Τον Απρίλιο, το ανώτατο δικαστήριο ενέκρινε την καταγραφή της UNITA ως πολιτικού κόμματος, το κυβερνητικό κόμμα σε έκτακτο συνέδριό του προχώρησε σε ορισμένες αλλαγές, ενώ λίγο αργότερα η βουλή της Α. αναθεώρησε το σύνταγμα απαλείφοντας την επίσημη ιδεολογία, καθώς και το επίθετο Λαϊκή από τον τίτλο της χώρας, που έμεινε έτσι Δημοκρατία της Α. Τον Σεπτέμβριο του 1992 οι κυβερνητικές δυνάμεις και οι δυνάμεις των ανταρτών διαλύθηκαν τυπικά, αλλά η διαδικασία ένταξής τους στον νέο εθνικό στρατό καθυστερούσε, ενώ πολύ μικρό ποσοστό των ανδρών της UNITA είχαν αποστρατευτεί. Οι προεδρικές και οι βουλευτικές εκλογές έγιναν στα τέλη Σεπτεμβρίου 1992, αλλά μόλις άρχισαν τα πρώτα αποτελέσματα να δείχνουν νίκη του κυβερνητικού κόμματος, ο Σαβίμπι κατηγόρησε την κυβέρνηση για νοθεία, απέσυρε τις δυνάμεις του και ζήτησε την αναστολή έκδοσης των αποτελεσμάτων τους. Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, ένας δεύτερος γύρος για την προεδρική εκλογή ήταν απαραίτητος μεταξύ των υποψηφίων ντος Σάντος και Σαβίμπι, καθώς κανένας δεν εξασφάλισε το 50% των ψήφων στον πρώτο γύρο. Ωστόσο, ο Σαβίμπι αποσύρθηκε πάλι στην επαρχία Χουάμπο την οποία έλεγχαν οι δυνάμεις του και έθεσε όρους για τη συμμετοχή του στον δεύτερο γύρο των εκλογών, ενώ η κυβέρνηση επέμενε στη διεξαγωγή του δεύτερου γύρου, εφόσον η UNITA έπρεπε να συμμορφωθεί προς τους όρους της συμφωνίας ειρήνευσης του Εστορίλ. Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, τον Οκτώβριο του 1992, τα οποία σύμφωνα με τον OHE ήταν αποτέλεσμα ελεύθερων εκλογών, συγκρούσεις ξέσπασαν ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και την UNITA, τόσο στη Λουάντα όσο και στη Χουάμπο. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την Α. με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων της UNITA, που υποτίθεται ότι είχαν αποστρατευτεί. Στις 26 Νοεμβρίου συνήλθε η νέα εθνοσυνέλευση, στην οποία δεν έλαβαν μέρος οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι της UNITA, μολονότι είχαν αποδεχτεί τις συμφωνίες που υπογράφηκαν στο Εστορίλ. Στο επόμενο διάστημα, οι συγκρούσεις επαναλήφθηκαν σε διάφορα σημεία της Α., ενώ στην πρωτεύουσα σχηματίστηκε μια νέα κυβέρνηση με τη συμμετοχή και άλλων κομμάτων και με προσδιορισμό των θέσεων που θα καταλάμβαναν οι αξιωματούχοι της UNITA, όταν και εφόσον αποδέχονταν τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Στα τέλη του 1992 οι κυβερνητικές δυνάμεις εξαπέλυσαν μεγάλη αντεπίθεση εναντίον των δυνάμεων των ανταρτών, οι οποίοι είχαν καταλάβει μεγάλα τμήματα της χώρας και στις αρχές του 1993 οι δυνάμεις της UNITA είχαν εκδιωχθεί από τις περισσότερες μεγάλες πόλεις. Παράλληλα, διεξάγονταν συνομιλίες με πρωτοβουλία του OHE σε διάφορες αφρικανικές πρωτεύουσες για τον τερματισμό των συγκρούσεων. Τον Μάρτιο του 1993 σημειώθηκαν οι πιο αιματηρές συγκρούσεις, όταν ύστερα από δύο μήνες συγκρούσεων στην πόλη Χουάμπο οι εκτιμήσεις ανέφεραν 10.000 νεκρούς. 0 Σαβίμπι έθεσε νέους όρους για να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, τους οποίους απέρριψε η κυβέρνηση, αλλά και ο OHE. Νέες συνομιλίες άρχισαν τον Μάιο, αλλά η UNITA αρνήθηκε να αποσυρθεί από τα εδάφη που κατείχε και στις 19 Μαΐου 1993 ο τότε αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ αναγνώριζαν τη νόμιμη κυβέρνηση της Α. Η κυβέρνηση της Α. βελτίωσε τις σχέσεις της και με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, ενώ ο OHE απηύθυνε επείγουσες εκκλήσεις βοήθειας για την αντιμετώπιση των αναγκών 2 εκατομμυρίων ανθρώπων, που είχαν υποστεί τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου. Στα μέσα του 1993 το Συμβούλιο Ασφαλείας του OHE απαίτησε από την UNITA να σταματήσει κάθε στρατιωτική δραστηριότητα και να αποδεχτεί τα αποτελέσματα των εκλογών του 1992, απειλώντας με την επιβολή κυρώσεων. Η UNITA δεσμεύτηκε να συμμορφωθεί, αλλά ενέτεινε τις επιχειρήσεις της και στις 26 Σεπτεμβρίου ο OHE επέβαλε εμπάργκο όπλων και πετρελαίου εναντίον της UNITA. Ολόκληρη η επόμενη περίοδος χαρακτηρίστηκε από τις συνεχείς προσπάθειες διαφόρων αφρικανών ηγετών, ανάμεσά τους και του πρόεδρου Μαντέλα της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, για την επίτευξη μιας τελικής συμφωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση και την UNITA, ενώ η κυβέρνηση του ντος Σάντος επεδίωξε παράλληλα να πείσει την τότε κυβέρνηση του Ζαΐρ (σήμερα Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) να διακόψει τη στρατιωτική ενίσχυση των ανταρτών της UNITA. Στα τέλη του 1994 οι ειρηνευτικές συνομιλίες προσέκρουσαν στο ζήτημα της περιοχής Χουάμπο, την οποία διεκδικούσε να κυβερνά και στο μέλλον η UNITA, κάτι το οποίο αρνιόταν η κυβέρνηση. Τελικά, στις 15 Νοεμβρίου συνομολογήθηκε ανακωχή ανάμεσα στις δύο πλευρές και στις 20 Νοεμβρίου υπογράφηκε στη Λουζάκα νέα συμφωνία ειρήνης ανάμεσα στις δύο πλευρές. Χρειάστηκε ένας ολόκληρος χρόνος για να αρχίσει η εφαρμογή της νέας συμφωνίας ειρήνης ανάμεσα στις δύο πλευρές. Τον Ιούνιο του 1996, έφτασαν στη Λουάντα οι πρώτοι αξιωματικοί της οργάνωσης UNITA για να ενταχθούν στον νέο εθνικό στρατό. Με βάση τις συμφωνίες του 1994, η οργάνωση αυτή θα ενέτασσε 26.000 άνδρες και 18 στρατηγούς στις ένοπλες δυνάμεις της Α. Δεκαοκτώ μήνες μετά την εφαρμογή της συμφωνίας, ο πρόεδρος Ζοσέ Εντουάρντο ντος Σάντος προέβη σε ριζικό ανασχηματισμό της κυβέρνησής του, τοποθετώντας τον Φερνάντο Φράνσα Βαν Ντούνεν πρωθυπουργό. Ο ανασχηματισμός έγινε για να αντιμετωπιστεί η σοβαρή οικονομική κρίση που έπληττε τη χώρα και, σύμφωνα με τους παρατηρητές, η κίνηση του προέδρου σηματοδοτούσε ένα άνοιγμα της Α. προς την κατεύθυνση φιλελευθεροποίησης της οικονομίας. Στα τέλη Ιουνίου, ο ηγέτης της UNITA Τζόνας Σαβίμπι δήλωσε ότι αν έπαιρνε τη θέση του αντιπροέδρου σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, θα εγκατέλειπε τη θέση του ως επικεφαλής του κόμματος. Στα μέσα Ιουλίου εμφανίστηκαν προβλήματα στη διαδικασία ενσωμάτωσης των ανδρών της οργάνωσης UNITA στον εθνικό στρατό και ο επικεφαλής της δύναμης του OHE στην Α. έσπευσε να μεσολαβήσει για να παραμεριστούν τα εμπόδια. Στα τέλη του ίδιου μήνα, οι πρώην αντικαθεστωτικοί αντάρτες άρχισαν να παραδίδουν και τον βαρύ οπλισμό τους. Τον Μάιο του 1996 ο ντος Σάντος και ο Σαβίμπι ανακοίνωσαν τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, στην οποία ο τελευταίος θα κατείχε θέση αντιπροέδρου, αλλά τελικά ο Σαβίμπι αρνήθηκε τη συνεργασία. Ο ΟΗΕ, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, ανακοίνωσε επίσημα την ολοκλήρωση της διαδικασίας παράδοσης οπλισμού των στρατευμάτων της UNITA. Κατά τα μέσα Απριλίου του 1997, το πολιτικό σκηνικό της χώρας έδειχνε να σταθεροποιείται με τον ντος Σάντος στην κυβέρνηση και την UNITA σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το καλοκαίρι όμως, οι εντάσεις άρχισαν να αναθερμαίνονται. Η UNITA καθυστερούσε την παράδοση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων της, που βρίσκονταν στις κεντρικές περιοχές της Α. Η ειρηνευτική διαδικασία κατέρρευσε τον Ιούλιο και οι νέες ένοπλες συγκρούσεις οδήγησαν στη μετατόπιση 150.000 ατόμων. Τον Ιανουάριο του 1999, εν μέσω συγκρούσεων, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόρριψη της συμφωνίας ειρήνης της Λουζάκα. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ανακάλεσε τις ειρηνευτικές δυνάμεις του οργανισμού από την Α., κατηγορώντας τόσο τον ντος Σάντος όσο και την UNITA για έλλειψη διάθεσης προς την πορεία επίλυσης των προβλημάτων που μαστίζουν τη χώρα και προειδοποίησε για κίνδυνο ανθρωπιστικής καταστροφής. Οι μάχες και οι αγριότητες συνεχίστηκαν το 2000, συνοδευόμενες από εντάσεις στις συνοριακές γραμμές με τη Ναμίμπια και τη Ζάμπια. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους έλαβε χώρα μια συνδιάσκεψη αντιπολιτευόμενων πολιτικών ομάδων, σε μια προσπάθεια δημιουργίας αντικυβερνητικού μετώπου, αλλά δεν είχε αποτέλεσμα. Το 2001, ο πρόεδρος ντος Σάντος διατύπωσε την πρόθεσή του να μη διεκδικήσει την επανεκλογή του για άλλη μία θητεία. Τον Φεβρουάριο του 2002 ο ηγέτης της UNITA και βασικός αντίπαλος του ντος Σάντος, Τζόνας Σαβίμπι, έπεσε νεκρός από πυρά κυβερνητικών στρατιωτών. Ο πρώτος, ως ένδειξη καλής διάθεσης και συμβιβασμού, δεσμεύτηκε να προχωρήσει στη διενέργεια εκλογών μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Υπολογίζεται πως έχουν χαθεί πάνω από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι κατά τις εμφύλιες συγκρούσεις των τελευταίων 25 ετών στην Α.Η πρόσφατη αφρικανική λογοτεχνία σε πορτογαλική γλώσσα, είναι μια λογοτεχνία διαμαρτυρίας και αγώνα κατά της αποικιοκρατίας. Ειδικά στην πορτογαλική Αφρική, όπου οι κυρίαρχοι εφάρμοσαν μια πολιτική πολιτιστικής αφομοίωσης με στόχο την ελίτ του ιθαγενούς πληθυσμού, η κίνηση των μαύρων βρήκε λογικά τεράστια απήχηση. Η σύγχρονη λογοτεχνία διαμαρτυρίας εκδηλώθηκε μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, στο πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, όπου μια ομάδα μαύρων φοιτητών είχε συστήσει ένα Κέντρο Αφρικανικών Σπουδών. Ανάμεσα στους εμψυχωτές του συλλόγου αυτού υπήρχαν και μελλοντικοί εθνικιστές ηγέτες, όπως ο Αγκοστίνιο Νέτο και ο Μάριο ντε Αντράντε. 0 Μάριο ντε Αντράντε έγραψε για τα δεινά των σκλάβων στις φυτείες του κακάο στο νησί Άγιος Θωμάς και για την εξέγερσή τους το 1953, που ήταν μια διαμαρτυρία για τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας τους. Το 1969 εξέδωσε στο Παρίσι μια νέα ανθολογία με τίτλο Αφρικανική ποίηση σε πορτογαλική έκφραση. 0 Αγκοστίνιο Νέτο (1922-1979), πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Α., κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του έγραψε, μεταξύ άλλων, τη Sagrada Esperanga, μια συλλογή από 49 ποιήματα, στην οποία αναπολούσε την ηρωική αντίσταση των ιθαγενών κατά των Πορτογάλων κατακτητών. Ένα μέρος της αφρικανικής ελίτ δεν προσχώρησε στην εθνικιστική κίνηση. Τέτοια είναι η περίπτωση του Όσκαρ Ρίμπας (1909-1961), που είναι ο πρύτανης της ποίησης της Α. και συγγραφέας μυθιστορημάτων και διηγημάτων. Τα έργα πάντως της γενιάς της αντίστασης (1960-80), γραμμένα στη φυλακή ή την εξορία, επηρέασαν βαθύτατα τους νέους συγγραφείς, οι οποίοι δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο διήγημα και σε επίκαιρα θέματα, καινοτομούν σε γλωσσικό επίπεδο –εισάγοντας την καθομιλουμένη στη λογοτεχνική γραφή– και αποδίδουν μεγάλη σημασία, σε επίπεδο μορφής, στο στιλ, υιοθετώντας στον πεζό λόγο έναν ρυθμό ανάλογο με αυτόν της προφορικής αφήγησης. Από τους συγγραφείς αυτούς ξεχωρίζουν οι Λουαντίνο Βιέιρα, Αρνάλντο Σάντος, Γιόφρε Ρόχα, Ντέιβιντ Μέστρε και Μπομπέλα Μότα. Από τους μυθιστοριογράφους ξεχωρίζουν τρεις συγγραφείς με μεγάλο ταλέντο, παθιασμένοι μάρτυρες της ανθρώπινης διάστασης του πολέμου: ο Μανουέλ ντος Σάντος Λίμα με το έργο Δάκρυα και άνεμος (1975), ο Πεπετέλα (ψευδώνυμο του Άρτουρ Πεστάνα) κυρίως με το Mayombe (1980), ένα μυθιστόρημα στο οποίο θέτει ερωτήματα σχετικά με τον άνθρωπο, την κοινωνία, την πολιτική, και το οποίο υπερβαίνει τα στενά τοπικά όρια, όπου όμως είναι ριζωμένο, για να αναχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, και τέλος ο Λουαντίνο Βιέιρα, συγγραφέας με στιλ και οξυδέρκεια. Ο λογοτεχνικός κόσμος της χώρας συνέχισε πάντως να έχει ζωντάνια και να αναδεικνύει νέους συγγραφείς, όπως ο Ρούι Ντουάρτε, ο Αρλίντο Μπαρμπέιντος και ο Ουανχένγκα Ξίτου (ψευδώνυμο του A. A. Μέντες ντε Καρβάλιο), αλλά η κρατική παρέμβαση στην πνευματική ζωή της χώρας επηρεάζει αρνητικά την ελεύθερη έκφραση. Υπάρχουν όμως και τα έργα των διαφωνούντων, τα οποία δημοσιεύονται στην Πορτογαλία ή τη Βραζιλία. Η επιθεώρηση Angole, η οποία είναι ανοιχτή στη συνεργασία με όλους τους Αφρικανούς και δυτικούς συγγραφείς, ανέδειξε νέα ταλέντα. Από τους ποιητές θα πρέπει να αναφερθούν οι Πάουλα Ταβαρές, Αουγκούστο Ρούι και Λοπίτο Φεϊζό. Θα πρέπει τέλος να αναφερθούν και οι Ταξιαρχίες των νέων για τη λογοτεχνία, που σχηματίζονται στις πόλεις και αποτελούνται από νέους συγγραφείς, τα έργα των οποίων παραμένουν στρατευμένα, είναι δεκτικά σε έξωθεν συνεισφορές και εμπεριέχουν μια εποικοδομητική κριτική. Στη θεατρική παραγωγή, που είναι ωστόσο ιδιαίτερα πενιχρή, διακρίνεται το ιστορικό διδακτικό δράμα, μπρεχτιανής εμπνεύσεως, του Πεπετέλα Εξέγερση στο σπίτι των ειδώλων (1980). Στο πεδίο του δοκιμίου, σημαντικό είναι το έργο του Πέδρο Φ. Μιγκέλ Κιζίλια – Για μια φιλοσοφία Μπαντού (1985).Η σημαντικότερη εθνότητα στην Α. είναι οι Μπαντού. Οι ομάδες τους είναι ακόμα δεμένες με πολιτικοκοινωνικές οργανώσεις που αντανακλούν τον ιεραρχικό παραδοσιακό χαρακτήρα των φυλών (βασιλιάς, ηλικιωμένοι, ιερείς, μάγοι, μάντεις κλπ.). Σε αυτές ανήκουν οι Οβιμπουντού –ή Μπαϊλούντος– που πιστεύεται ότι αρχικά ήταν γεωργοί με μητριαρχικές παραδόσεις, με τους οποίους αναμείχθηκαν τον 16o και 17o αι. οι περίφημοι Γιάγκα. Αυτοί έγιναν πολύ γρήγορα βοηθοί των Πορτογάλων, στη στρατολόγηση σκλάβων. Οι Οβιμπουντού τούς διαδέχτηκαν σε αυτό τον ρόλο έως τα μέσα του 19oυ αι., μεταφέροντας σε καραβάνια, από το εσωτερικό στις ακτές, μαζί με τους αιχμαλώτους τους και ελεφαντόδοντο, φοινικέλαιο και καουτσούκ, που αντάλλασσαν με υφάσματα, τουφέκια και ρούμι. Στην περιοχή που κατοικούν οι Οβιμπουντού και η οποία κατακτήθηκε από τους Γιάγκα βρίσκονται τάφοι των οποίων η κατασκευή μοιάζει με εκείνη των ερειπίων της Ζιμπάμπουε, που σύμφωνα με την άποψη του αρχαιολόγου Μπάουμαν θα πρέπει να ήταν τάφοι αρχηγών Γιάγκα. Οι Μπατσόκουε (που οι Πορτογάλοι ονομάζουν Κουιόκο και Κιόκο) ήταν και αυτοί δουλέμποροι. Η διάρθρωση της φυλής τους είναι μητριαρχική και στην παραδοσιακή θρησκεία τους υπάρχει ένας υπέρτατος θεός, ο Νζόμπι, στον οποίο μεσολαβούν οι πρόγονοι. Οι Οβικουανιάμα (οι Πορτογάλοι τους ονομάζουν Κουανιάμα), κύρια φυλή των Οβάμπο, που συγγενεύουν με τους Οβαχερέρο, είναι φυλή κτηνοτρόφων. Τα χωριά τους έχουν μερικές φορές ακόμα την παραδοσιακή οργάνωση, με έναν διπλό κυκλικό φράχτη με πασσάλους από κορμούς δέντρων, και καλά προστατευμένες εισόδους. Από τους πληθυσμούς που δεν είναι Μπαντού, θυμίζουμε την εθνολογική ομάδα των Βατούα, που περιλαμβάνει, ανάμεσα στους άλλους, τους Κουίσι και τους Κουέπε. Οι Βατούα είναι νεγρίτες προ-μπαντού, με πολιτισμό αρκετά πιο πρωτόγονο και περισσότερο συγγενή με εκείνο των Βουσμανών. Είναι μάλιστα ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στους τελευταίους και στους Μπαντού. Ζουν διαμοιρασμένοι σε χωριουδάκια και υπάρχουν και οικογένειες που ζουν απομονωμένες σε σπηλιές. Τέλος, υπάρχουν υπολείμματα Βουσμανών που ζουν από το κυνήγι και τη συγκομιδή τυχαίων προϊόντων των δασών και των στεπών, μετακομίζοντας από καιρό σε καιρό τις κατασκηνώσεις τους, που αποτελούνται από ημικυκλικές καλύβες φτιαγμένες από τις γυναίκες με κλαδιά και φυλλώματα και σκεπασμένες με χόρτα. Οι Βουσμανοί δεν έχουν καμιά φυλετική οργάνωση με τη στενή έννοια και αναγνωρίζουν μόνο την εξουσία του αρχηγού της κατασκήνωσης που μπορεί να είναι και γυναίκα. Ακόμη, δεν εκδηλώνουν καμιά εθνική αλληλεγγύη και γενικά δεν επιδιώκουν τη δημιουργία φιλικών σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες ομάδες τους.Στην Α. ο ταξιδιώτης μπορεί να πάει από την Αθήνα μέσω Ρώμης ή Λισαβόνας. Αν βρίσκεται στην Αφρική, θα μπορέσει να φτάσει στη χώρα με αεροπλάνο από τη Ζάμπια, τη Μοζαμβίκη και το Κονγκό. Για την είσοδο στη χώρα χρειάζεται βίζα και μια δήλωση του συναλλάγματος που θα εισαχθεί και εκείνου που θα επανεξαχθεί. Η καλύτερη εποχή για το ταξίδι είναι από τον Μάιο έως και τον Σεπτέμβριο και αυτό γιατί τότε η θερμοκρασία είναι ευχάριστη και δεν υπάρχουν βροχές. Ένα πυκνό αεροπορικό και ένα καλό οδικό δίκτυο εξασφαλίζουν τις επικοινωνίες, μαζί με μερικές σιδηροδρομικές γραμμές (ειδικά εκείνη της Μπενγκουέλα, από την ακτή στα σύνορα με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό). Η Λουάντα, η παλαιότερη πόλη που ιδρύθηκε από τους Ευρωπαίους σε ολόκληρη την ήπειρο, έχει μια χαρούμενη όψη, σχεδόν περισσότερο μεσογειακή παρά αφρικανική. Το φρούριο Σάο Μιγκουέλ, που είναι ο αρχικός της πυρήνας (1575), και η παλαιά εκκλησία της Ναζαρέτ προσφέρουν την απρόσμενη γοητεία των μνημείων της παλαιάς Ευρώπης. Στα περίχωρα αξίζει μια επίσκεψη στο νησί Μοσούλο και στην παραλία Μπέλας, καθώς και στο φράγμα Μαμπούμπας και στο Κασίτο περνώντας από το ψαράδικο χωριό Κακουάκο στην ακτή και από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου. Από τα πιο απομακρυσμένα περίχωρα, ο επισκέπτης μπορεί να πάει στη Μουσίμα (φρούριο, εκκλησία της Νόσα Σενιόρα), συνεχίζοντας με μια επίσκεψη του εθνικού πάρκου Κουικάμα. Για μια πιο ολοκληρωμένη επίσκεψη της χώρας μπορεί κανείς να ακολουθήσει το παρακάτω δρομολόγιο: από την Ντόντο προς τον νότο στην Κουιμπάλα (φρούριο), από εδώ στην Γκαμπέλα και κατόπιν στην ακτή μέσα από τις φυτείες του καφέ (καταρράκτες Μπίντε). Πιο νότια θα συναντήσει τη Λομπίτο, σύγχρονο λιμάνι (φρούριο Σάο Πέντρο ντε Κατουμπέλα) και την Μπενγκουέλα, παλαιά και γραφική αποικιακή πολίχνη (εκκλησία της Νόσα Σενιόρα ντου Πόπουλο, Παλάτσο Βέλιο). Ακόμα νοτιότερα ο ταξιδιώτης θα μπορέσει να επισκεφθεί τη Μοσάμεντες (φρούριο). Ανεβαίνοντας πάλι προς τα βόρεια βρίσκει κανείς τη σύγχρονη Χουάμπο (που συνδέεται με τη Λομπίτο με έναν γραφικό δρόμο) και μετά τη Σέλα, απ’ όπου θα αρχίσει η επιστροφή προς την Κουιμπάλα και την Ντόντο. Από εδώ, αφού επισκεφθεί ο ταξιδιώτης τους καταρράκτες Δούκας της Μπραγκάντσα (δεύτεροι στην Αφρική μετά τους καταρράκτες Βικτορίας του Ζαμβέζη), ο δρόμος συνεχίζει πιο βόρεια έως την Ουίγκε (εθνογραφικό μουσείο) και τη Λουάντα. Υπάρχουν καλά ξενοδοχεία στις πόλεις Λουάντα, Λομπίτο, Χουάμπο και Λουμπάνγκο, και μετριότερα καταλύματα, με αρκετές ανέσεις πάντως, στις πόλεις Μπενγκουέλα, Ουίγκε, Μαλάντζε και Μοσάμεντες. Στα εστιατόρια σερβίρονται πορτογαλικά φαγητά. Όλοι οι Αφρικανοί καταλαβαίνουν και μιλούν, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, την πορτογαλική γλώσσα. Στρατεύματα της ειρηνευτικής δύναμης του ΟHΕ φτάνουν στην Αγκόλα το 1995 για να αφοπλίσουν τις ομάδες των ανταρτών μετά τη συμφωνία. Μια άποψη της πρωτεύουσας της Αγκόλας, Λουάντα, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Στο σπήλαιο του Τσιτιουντούλο της Αγκόλας υπάρχουν χαραγμένα έγχρωμα σχέδια προϊστορικής εποχής. Μερική άποψη της λιμενικής περιοχής της Λουάντα. Αγαλμάτιο από στεατίτη, παραδοσιακής τεχνοτροπίας της Αγκόλας. Κωμόπολη που κατοικείται από Μπαντού στην περιοχή της Καμαμπατέλα της Αγκόλας. Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Αγκόλα Προηγούμενη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Αγκόλα Έκταση: 1.246.700 τ. χλμ. Πληθυσμός: 10.593.171 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λουάντα (2.190.000 κάτ. το 2002)
Dictionary of Greek. 2013.